επιποίητος

επιποίητος
ἐπιποίητος, -ον (Α) [επιποιώ]
πρόσθετος, επίπλαστος, προσποιητός («καὶ εἶδε θροῡν ἐκείνων, εἴτε τὸν ὄντα, εἴτε τὸν ἐπιποίητον», Συνέσ.).
επίρρ...
ἐπιποιήτως
πρόσθετα, τεχνητά, ψεύτικα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”